- ποικιλοτέχνης
- ποικῐλο-τέχνης, ου, ὁ,A skilled in various arts, Tryph. 536.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποικιλοτέχνης — ὁ, Α έμπειρος, ικανός σε ποικίλες τέχνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. αριστο τέχνης] … Dictionary of Greek
ποικιλοτέχναι — ποικιλοτέχνης skilled in various arts masc nom/voc pl ποικιλοτέχνᾱͅ , ποικιλοτέχνης skilled in various arts masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek